- δαιμονιόπληκτος
- δαιμονιό-πληκτος, ον,A = δαιμονιόληπτος, PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. [suff] δαιμονιο-πληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαιμονιόπληκτος — δαιμονιόπληκτος, ον (AM) αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)] … Dictionary of Greek
δαιμονιοπλήκτους — δαιμονιόπληκτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιόπληκτοι — δαιμονιόπληκτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιοπληξία — δαιμονιοπληξία, η (AM) [δαιμονιόπληκτος] το να έχει κάποιος χτυπηθεί από δαιμόνιο … Dictionary of Greek
δαιμονόπληκτος — η, ο (AM δαιμονόπληκτος, ον) ο δαιμονιόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. δαίμων ( ονος) + πληκτος < πλήσσω / πλήττω] … Dictionary of Greek